- ἀνθέλεσθαι
- ἀνά-ἐθέλωto be willingpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνθελέσθαι — ἀνθαιρέομαι choose aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)